ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szorzó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szorzó

συντελεστής◼◼◼

πιθανότητα

szorzótényező

συντελεστής◼◼◼

παράγοντας◼◻◻

Το ιστορικό σας