ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szorít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szorít

σφίγγω

szorító

ρινγκ◼◼◼

megszorítás

περιορισμός◼◼◼

θητεία◼◻◻

megszorító

περιοριστική◼◼◼

sarokba szorít

γωνία

Το ιστορικό σας