ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szombat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szombat

Σάββατο◼◼◼

σάββατο (το)◼◼◼

Σαββάτο

Szombat

Σάββατο◼◼◼

szombaton

το σάββατο◼◼◼

szombaton a hegyekbe kirándultunk

το Σάββατο πήγαμε εκδρομή στα βουνά

szombaton kell dolgozni?

θα χρειαστεί να δουλεύω και τα σάββατα;

minden szombaton

κάθε σάββατο

nagyszombat

Μεγάλο Σάββατο

Το ιστορικό σας