ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szivattyú σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szivattyú

αντλώ

βόμβα

τρόμπα

szivattyúz

αντλία◼◼◼

szivattyúzás

άντληση◼◼◼

szivattyú

αντλία θερμότητας◼◼◼

Légszivattyú

Αντλία◼◼◼

Légszivattyú csillagkép

Αντλία (αστερισμός)

vízszivattyú

αντλία νερού◼◼◼

Το ιστορικό σας