ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βόμβα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βόμβα

bomba◼◼◼

bombáz

pokolgép

szivattyú

βόμβα (vómva)

pokolgép

βόμβα υδρογόνου

hidrogénbomba

Ατομική βόμβα

Nukleáris fegyver

ατομική βόμβα

atombomba

η ατομική/πυρηνική βόμβα

atombomba

σεξοβόμβα

bombázó

υδρογονοβόμβα

hidrogénbomba