ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szirt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szirt

βουνοπλαγιά

γκρεμός

κλιτύς

πρανές

szirtaki (görög tánc)

συρτάκι (το)

szirti galamb

αγριοπερίστερο

szirti sas

χρυσαετός

nyakszirt

αυχένας

σβέρκος

szikla, kőszirt

κρημνός