ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szid σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szid

αποπαίρνω

επιπλήττω

επιτιμώ

μαλώνω

leszid

μαλώνω (-σω)

obszidián

οψιανός

οψιδιανός

Obszidián

Οψιανός

szidős állásom van

έχω δουλειά μερικής απασχόλησης

Το ιστορικό σας