ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μαλώνω (-σω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μαλώνω (-σω)

leszid

τσακώνομαι (-θώ), μαλώνω (-σω)

civakodik