ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szervezet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nem célzott szervezet

μη στοχευόμενος οργανισμός

nem-kormányzati szervezet

μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ)

Nemzetközi Polgári Repülési Szervezet

Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας◼◼◼

nemzetközi szervezet

διεθνής οργανισμός◼◼◼

oktatás szervezete

οργάνωση της διδασκαλίας

politikai szervezet

πολιτική οργάνωση◼◼◼

segélyszervezeti bolt

φιλανθρωπικό μαγαζί με μεταχειρισμένα είδη

szakszervezet

συνδικάτο◼◼◼

σωματείο◼◼◻

συντεχνία◼◻◻

εργατικό σωματείο/συνδικαλιστική οργάνωση

tengeri szervezet/organizmus

θαλάσσιος οργανισμός

természetvédelmi szervezet

οργανισμός (οργάνωση) για τη διατήρηση της φύσης

világszervezet

οργάνωση◼◼◼

παγκόσμιος◼◼◼

οργανισμός◼◼◼

διάταξη◼◻◻

διοργάνωση

vízi szervezet

υδρόβιος οργανισμός◼◼◼

12

Το ιστορικό σας