ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szerszám σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szerszám

εργαλείο◼◼◼

όργανο◼◻◻

ενεργούμενο

σκεύος

σύνεργο

υποχείριο

Szerszám

Εργαλείο◼◼◼

szerszámgép

εργαλειομηχανή◼◼◼

szerszámosláda

εργαλειοθήκη◼◼◼

από◼◼◻

kerti fabódé / kerti szerszámok raktára

υπόστεγο

Το ιστορικό σας