ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szeretet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szeretet

έρωτας

αγάπη

αγάπη (agápi)

αγαπώ

πάθηση

στοργή

szeretett

αγαπημένος

szeretettel,

με αγάπη,

emberszeretet

φιλανθρωπία

hazaszeretet

πατριωτισμόσ

φιλογένεια

φιλοπατρία

természetszeretet

αγάπη για τη φύση

φυσιολατρία

φυσιολατρία/αγάπη για τη φύση

vendégszeretet

φιλοξενία◼◼◼

ξενία

Το ιστορικό σας