ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szellemi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szellemi

πνευματικός◼◼◼

διανοητικός

νοητικός

Szellemi alkotás

Διανοητική ιδιοκτησία◼◼◼

szellemi kulturális örökség

Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά◼◼◼

Το ιστορικό σας