ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

νοητικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
νοητικός

mentális

szellemi

διανοητικός

mentális

szellemi

επινοητικός

találékony

προνοητικός (-ή-ό)

előrelátó