ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szelet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szelet

φέτα◼◼◼

φέτα (η)◼◼◼

δόση◼◼◼

szeletelt kenyér

φραντζόλα κομμένη σε φέτες

hússzelet

μπριζόλα

Kúpszelet

Κωνική τομή

marhaszelet sültkrumplival

μπριζόλα με πατάτες

sertésszelet

παιδάκια (χοιρινά)

Το ιστορικό σας