ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δόση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δόση

dózis◼◼◼

adag◼◼◼

adagolás◼◼◻

mérték◼◻◻

részletfizetés◼◻◻

szelet◼◻◻

δόση ακτινοβολίας

sugárdózis◼◼◼

sugárzásdózis

ημερήσια επιτρεπόμενη δόση

elfogadható napi felvétel

ισοδύναμη δόση

egyenértékű adag◼◼◼

σχέση δόσης-ανταπόκρισης

adag-hatás viszony