ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szalon σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szalon

καθιστικό

σαλόνι

Szaloniki

Θεσσαλονίκη◼◼◼

Σαλονίκη

szalonka

μπεκάτσα

szalonna

λίπος◼◼◼

λαρδί◼◼◼

μπέικον◼◼◻

μπείκον

Szaloníki

Θεσσαλονίκη

császárszalonna

μπέικον

erdei szalonka

μπεκάτσα

szépségszalon

σαλόνι ομορφιάς

Theszaloníki

Θεσσαλονίκη◼◼◼

tojás szalonnával

μπείκον και αυγά

Το ιστορικό σας