ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λίπος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
λίπος

zsír◼◼◼

zsiradék◼◼◻

szalonna◼◼◻

háj◼◼◻

kövér◼◻◻

vastag◼◻◻

zsíroz◼◻◻

λίπος (lípos)

zsír◼◼◼

λίπος (το)

zsír◼◼◼

βρώσιμο λίπος

ehető zsír