ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szórakoztat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szórakoztat

διασκεδάζω

ψυχαγωγώ

szórakoztatás

ψυχαγωγία◼◼◼

διασκέδαση◼◼◻

αναψυχή◼◻◻

szórakoztatóipar

τομέας ψυχαγωγίας

Το ιστορικό σας