ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
αναψυχή | szabadidő◼◼◼ üdülés◼◼◻ pihenés◼◻◻ |
αναψυχή/διάλειμμα | |
αναψυχής | szabadidős◼◼◼ rekreációs◼◼◻ |
κέντρο αναψυχής | |
μαζική διασκέδαση (αναψυχή) | |
ορεινό κέντρο αναψυχής (καταφύγιο) | |
πάρκο αναψυχής | |
περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις δραστηριότητες αναψυχής | |
περιοχή αναψυχής | |
τοπική αναψυχή |