ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szétválaszt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szétválaszt

μέρος◼◼◼

χωρίζω

szétválasztott

διαζευγμένος◼◼◼

részecske szétválasztó

διαχωριστής σωματιδίων