ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szélső σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szélső

άκρο◼◼◼

ακραίος◼◻◻

szélsőség

άκρο

szélsőséges

άκρο◼◼◼

εξτρεμιστής◼◼◼

άκρος

ακραίος

υπερβολικός

szélsőségesség

εξτρεμισμός◼◼◼

Το ιστορικό σας