ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szánt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szánt

ως◼◼◼

έως◼◼◼

μέχρι◼◼◻

ώσπου

άροτρο

αλέτρι

οργώνω

szántszándékkal

επίτηδες

szántás

όργωμα◼◼◼

szántóföldi gazdálkodás

αροτραία καλλιέργεια

elszántság

αποφασιστικότητα◼◼◼

Το ιστορικό σας