ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szállítmányozó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szállítmányozó

πράκτορας μεταφορών (διαμετακόμισης)◼◼◼

Το ιστορικό σας