ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

speciális σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
speciális

ειδικά◼◼◼

ειδικός◼◼◻

προσφορά◼◻◻

ιδιαίτερος

έκτακτος

speciális ajánlat

ειδική προσφορά

speciális relativitáselmélet

ειδική σχετικότητα

Speciális relativitáselmélet

Ειδική σχετικότητα

Το ιστορικό σας