ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sovány σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sovány

αδύνατος

ισχνός

λεπτός

λιγνός

sovány, gyenge

αδύνατος (-η-ο)

sovány tej

άπαχο γάλα

Το ιστορικό σας