ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sejt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Sejt

Κύτταρο◼◼◼

sejt

στοιχείο◼◼◼

κελί

κινητό

sejtbiológia

κυτταρολογία

sejtelmeim beigazolódtak

επαληθεύθηκαν οι υποψίες μου

sejtfal

τοίχωμα◼◼◼

sejtmag

πυρήνας◼◼◼

sejtmérgezés

κυτταροτοξικότητα

Sejtszervecske

Οργανίδιο

sejtés

εικάζω

εικασία

υπόθεση

hímivarsejt

σπερματοζωάριο

idegsejt

νευρώνας

Idegsejt

Νευρώνας

ondósejt

σπέρμα◼◼◼

σπερματοζωάριο

petesejt

ωάριο

vörösvérsejt

ερυθροκύτταρο

őssejt

βλαστοκύτταρο

Το ιστορικό σας