ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

segíthetek? σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
segíthetek?

πως μπορώ να σας βοηθήσω;

van valami amiben segíthetek?

μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω;

Το ιστορικό σας