ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sajtó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sajtó

πιεστήριο/πρέσα/Τύπος

πρες κόνφερανς

sajtóhiba

παρόραμα

σφάλμα

sajtóközlemény

δελτίο τύπου◼◼◼

sajtótájékoztató

συνέντευξη τύπου◼◼◼

Το ιστορικό σας