ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sütő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sütő

ψήσιμο◼◼◼

φούρνος◼◼◼

αρτοποιία◼◼◻

κουζίνα◼◻◻

αρτοποιός

καμίνι

φουρνάρισσα

φούρναρης

sütőkemence

φούρνος

sütőtök

κολοκύθα

κολοκύθι

grillsütő

μπάρμπεκιου◼◼◼

σχάρα◼◼◼

ψησταριά

ψηστιέρα

mikrohullámú sütő

φούρνος μικροκυμάτων◼◼◼

tollasütő

ρακέτα του μπάντμιντον

Το ιστορικό σας