ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sötét σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sötét

σκούρος◼◼◼

μαύρη◼◼◻

μαύρο◼◼◻

μαύρος◼◼◻

άφεγγος

έρεβος

αγέλαστος

ζόφος

σκοτεινότητα

sötét anyag

σκοτεινή ύλη

σκοτεινή ύλη (skoteini yli)

Sötét anyag

Σκοτεινή ύλη

sötét energia

σκοτεινή ενέργεια

sötét hajú

καστανός

sötétbarna

σκούρο καφέ

sötétkék

μπλε◼◼◼

σκούρο μπλε

sötétség

σκοτάδι◼◼◼

σκοτάδι (skotádi)◼◼◼

έρεβος (érevos)

ζόφος (zófos)

σκοτεινός

sötétvörös

ιώδες◼◼◼

sötétzöld

σκούρο πράσινο◼◼◼

meggyszínű/ (sötétbordó)

βυσσινής

Το ιστορικό σας