ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rugalmas σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rugalmas

εύκαμπτος◼◼◼

ευέλικτος◼◼◼

ελαστικός◼◼◻

λάστιχο

rugalmas környezetvédelmi megközelítés

ευέλικτη προσέγγιση (του θέματος) της προστασίας

rugalmasan

ευέλικτα◼◼◼

rugalmasság

ευελιξία◼◼◼

ανθεκτικότητα◼◻◻

ευκαμψία◼◻◻

ευλυγισία

επανατακτικότητα

Το ιστορικό σας