ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

romlott σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
romlott

διεφθαρμένος

κακομαθημένος

κλούβιος

σάπιος

σαθρός

φαύλος

rossz, romlott

χαλασμένος (-η-ο)

Το ιστορικό σας