ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

άρωμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
άρωμα

íz◼◼◼

aroma◼◼◼

illat◼◼◻

illatszer◼◼◻

zamat◼◼◻

illatosít◼◻◻

szag◼◻◻

szaglás◼◻◻

αστάρωμα

alapozó◼◼◼

ζευγάρωμα

közösülés