ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

reprezentatív σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
reprezentatív

αντιπροσωπευτικός◼◼◼

αντιπρόσωπος

εκπρόσωπος

reprezentatív teszt

τυχαία δοκιμασία (δοκιμή)

Το ιστορικό σας