ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rendkívül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rendkívül

άκρως◼◼◼

υπερβολικά◼◼◻

υπέρμετρα◼◻◻

ακραία◼◻◻

σφόδρα

rendkívüli

έκτακτος◼◼◼

εξαιρετικός◼◼◻

προσφορά◼◼◻

έκτακτη ανάγκη◼◼◻

ασυνήθιστος

εκπληκτικός

εντεταμένος

Το ιστορικό σας