ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rémkép σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rémkép

πνεύμα (pnévma)

στοιχειό (stoikheió)

φάντασμα (fántasma)

φάσμα (fásma)

Το ιστορικό σας