ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rémes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rémes

απαίσιος

σοκαριστικός

τρομερός

φοβερός

a közlekedés rémes volt ma

η κίνηση ήταν φρικτή σήμερα

krémes

κρεμώδης◼◼◼

prémes állat

γουνοφόρο ζώο

Το ιστορικό σας