ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

présel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
présel

τύπος◼◼◼

πρέσα◼◼◻

olívaolaj préselés szennyvize

λύματα ελαιοτριβείου

Το ιστορικό σας