ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

porto σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Porto

Πόρτο◼◼◼

csoportosulás

ομάδα◼◼◼

όμιλος◼◼◻

διάθεση◼◻◻

ρύθμιση◼◻◻

διάταξη◼◻◻

συγκρότημα◼◻◻

csoportosít

ομάδα◼◼◼

συγκρότημα◼◻◻

csoportosítás

ομαδοποίηση◼◼◼

ταξινόμηση◼◼◻

κατάταξη◼◼◻

κατηγοριοποίηση◼◻◻

διαβάθμιση◼◻◻

nem, én nem vagyok különösebben sportos

όχι, δεν είμαι ιδιαίτερα αθλητικός

sportolsz valamit?

κάνεις κανένα άθλημα

sporto

αθλητής

αθλητικός

αθλητικός τύπος

átcsoportosít

μεταφορά◼◼◼

Το ιστορικό σας