ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pihentet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pihentet

παύση◼◼◼

ανάπαυση◼◼◻

βάση◼◻◻

ηρεμία◼◻◻

υπόλοιπο◼◻◻

ξεκουράζω

pihentet (→ ξεκουράζομαι pihen, kipiheni magát)

ξεκουράζω

Το ιστορικό σας