ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pecsét σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pecsét

σφραγίδα◼◼◼

βούλα◼◻◻

αποτύπωμα

σφράγισμα

σφραγίζω

φώκια

pecsétviasz

βουλοκέρι◼◼◼

lepecsétel

σφραγίδα◼◼◼

Το ιστορικό σας