ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

partnerség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
partnerség

συνεργασία◼◼◼

állami-magán partnerség

συνεταιρισμός (εταιρική σχέση) ιδιωτών-δημοσίου

Το ιστορικό σας