ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pöcs σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pöcs

καυλί (kavlí)

πούλος (púlos)

πούτσος (poútsos)

ψωλή

ψωλή (psolí)

Το ιστορικό σας