ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pék σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pék

αρτοποιός◼◼◼

pékség

αρτοποιείο◼◼◼

αρτοπωλείο

péksütemény

γλύκισμα◼◼◼

αρτοσκεύασμα

ζαχαροπλαστείο

péküzlet

φούρνος

φούρνος (foúrnos)

csempék

πλακάκια

Το ιστορικό σας