ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pára σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pára

ατμός◼◼◼

αχνίζω

αχνός

θόλωμα

ξηρή αχλύς

ξηρή αχλύς/θόλωμα

υδρατμός

pára/porfüstréteg

θόλωμα

ξηρή αχλύς

ξηρή αχλύς/θόλωμα

páranyomás

πίεση ατμού

páratartalom

υγρασία◼◼◼

páratlan

περιττός◼◼◼

μονός◼◻◻

Páros és páratlan számok

Άρτιοι και περιττοί αριθμοί

Το ιστορικό σας