ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pác σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pác

άλμη

páciens

ασθενής◼◼◼

άρρωστος

υπομονετικός

apáca

αδελφή

καλόγρια

μοναχή

apácafőnöknő

ηγουμένη

apácalúd

αγριόχηνα

apácazárda

μονή

μοναστήρι

fakalapács

ματσόλα

kalapács

σφυρί (sfyrí)◼◼◼

σφύρα◼◻◻

το σφυρί◼◻◻

kőtörő kalapács

βαριά

légkalapács

κομπρεσέρ

sarló és kalapács

σφυροδρέπανο

Sarló és kalapács

Σφυροδρέπανο

Το ιστορικό σας