ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyereség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyereség

απόδοση◼◼◼

συν◼◼◻

όφελος◼◼◻

Απόκτηση◼◼◻

λήψη◼◻◻

ευεργέτημα◼◻◻

μέρισμα◼◻◻

επίδομα

επωφελούμαι

ευεργετώ

κερδίζω

ωφέλημα

ωφελούμαι

nyereséges

κερδοφόρος◼◼◼

επικερδής◼◼◼

αποδοτικός◼◼◻

nyereségesség

αποδοτικότητα◼◼◼

Το ιστορικό σας