ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyál

σάλιο◼◼◼

σάλιο (sálio)◼◼◼

σίελος◼◼◻

σίελος (síelos)◼◼◻

Nyál

Σάλιο◼◼◼

nyáladzik

σαλιάζω

nyálka

βλέννα◼◼◼

γλίτσα

hasnyálmirigy

πάγκρεας◼◼◼

πάγκρεας (págkreas)◼◼◼

Το ιστορικό σας