ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σάλιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σάλιο

nyál◼◼◼

Σάλιο

Nyál◼◼◼

σάλιο (sálio)

nyál◼◼◼