ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nevet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nevet

γέλιο

γελώ

nevetséges

γελοίος

nevetés

γέλιο

γέλιο (το)

γελάω

γελώ

kinevet

γελώ (-άω, -άσω)(+ με vkt)

miért nevetsz ki?

γιατί γελάς μαζί μου;

Το ιστορικό σας